- καρδιοπνευμογράφος
- οιατρ. όργανο με το οποίο καταγράφονται οι καμπύλες τών αναπνευστικών κινήσεων και τών συστολών τής καρδιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί καρδιοπνευμονογράφος, αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cardiopneumographe < cardio- (πρβλ. καρδι[ο]-*) + -pneumo- (πρβλ. πνεύμων) + -graphe (πρβλ. -γράφος < γράφω)].
Dictionary of Greek. 2013.